- μωρίζω
- μωρίζω (Α) [μωρός]είμαι μωρός, ανοηταίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρίζουσιν — μωρίζω to be foolish pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μωρίζω to be foolish pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωριεῖς — μωρίζω to be foolish fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) … Dictionary of Greek
μωριῶν — μωρία folly fem gen pl μωρίζω to be foolish fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)